ad

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Το τραίνο για το σπίτι μου - γράφει η Ρούλα Κόζη



          Ο μοναχικός, ηλικιωμένος άντρας περίμενε το τραίνο του-ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν σε εμένα-κάθε πρωί και κάθε απόγευμα για πολύ καιρό τώρα. Δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσο καιρό συνέβαινε αυτό, μα τον έβλεπα κάθε πρωί που πήγαινα στη δουλειά και κάθε βράδυ που επέστρεφα στο σπίτι. Πάντα εκεί. Μέσα στη βροχή και το χιόνι, τον ήλιο και τον αέρα. Καθόταν εκεί, περιμένοντας το τραίνο του να έρθει. Ποτέ δεν τον είχα δει να φεύγει πριν από μένα. Για μεγάλο διάστημα αυτό αποτελούσε ένα μυστήριο άξιο να λυθεί. Δεν ξέρω γιατί, μα αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας μου θύμιζε τον πατέρα μου, ο οποίος είχε σχεδόν την ίδια ηλικία. Εξαιτίας αυτού του άντρα ξεκίνησα να επισκέπτομαι πάλι τον πατέρα μου. Επισκέψεις που δεν  ήταν συχνές τα τελευταία χρόνια, προφασιζόμενος το βαρύ πρόγραμμα της δουλειάς μου και της καθημερινότητάς μου γενικότερα. Αλλά με κάποιο τρόπο ο άνδρας αυτός άλλαξε τη στάση που είχα υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια και έτσι άρχισα να τον επισκέπτομαι πάλι συχνά. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις μου, ρώτησα τον πατέρα μου τι πίστευε ότι μπορεί αυτός ο άντρας να έκανε. Και εκείνος μου απάντησε απλά: « Πήγαινε μίλα του ανόητε, για να μάθεις τι κάνει εκεί. Πώς στο καλό να γνωρίζω εγώ;».
            Πέρασαν εβδομάδες από τότε. Το ενδιαφέρον μου στο μεταξύ είχε μειωθεί. Η δουλειά με είχε απορροφήσει για ακόμα μια φορά. Ένα όμως φοβερά ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα τον είδα και για  πρώτη φορά πρόσεξα πως εκείνος ο άντρας φορούσε ακόμα αυτό το άθλιο και εντελώς φθαρμένο καφέ παλτό που φορούσε και την προηγούμενη ημέρα. Ή μάλλον όχι. Στην πραγματικότητα, φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, όλον αυτόν τον καιρό. Πώς δεν το είχα προσέξει νωρίτερα; Και τότε αποφάσισα πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να του μιλήσω επιτέλους. Πλησίασα και κάθισα στο  παγκάκι δίπλα του. Ένα παγκάκι στο οποίο ποτέ δεν είχα δει άλλον να κάθετε εκτός από τον ίδιο. Ακόμα και όταν δεν υπήρχε αλλού άδεια θέση.
« Με συγχωρείτε…», του απευθύνθηκα διστακτικά. Δεν πήρα απάντηση.
«Συγνώμη, με ακούτε;», επανέλαβα στον ίδιο τόνο.
«Ναι, σε ακούω ανόητε. Και τώρα άφησε με ήσυχο, είμαι απασχολημένος», ακούστηκε η βραχνή φωνή του ηλικιωμένου.
«Συγνώμη και πάλι, αλλά να… είναι που σας βλέπω μήνες να κάθεστε εδώ και ήθελα να σας ρωτήσω ποιο τραίνο περιμένετε. Ή ίσως να περιμένετε κάποιο πρόσωπο. Παρακαλώ, πείτε μου. Το ενδιαφέρον μου είναι ειλικρινές.
Δεν γύρισε καν προς το μέρος μου. Συνέχισε να κοιτάζει προς το βορρά. Εκεί που κοιτούσε πάντα, περιμένοντας το τραίνο του. Εγώ όμως μπόρεσα να μαντέψω το βλέμμα του. Σκυθρωπό, συννεφιασμένο. Τα μάτια του μισόκλειστα έγερναν προς τα κάτω υποταγμένα στο βάρος των βαθιών ρυτίδων του. Αυτές οι ρυτίδες. Σημάδια ψυχικής εξάντλησης. Το πρόσωπό του φανέρωνε παραίτηση αλλά ταυτόχρονα και καρτερία, ανυπομονησία. Κάτι περίμενε από αυτό το τρένο. Αλλά τι;
Περίμενα υπομονετικά. Τόσο που το τραίνο μου ενώ ήρθε, εγώ το άφησα να περάσει. Όχι μία, αλλά τρεις φορές.
« ΕΝΑ ΤΡΑΙΝΟ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΟΛΥ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΔΕΙΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ», μου απάντησε έντονα.  Η παρατεταμένη σιωπή που επικρατούσε από τη στιγμή που τον ρώτησα για τελευταία φορά έσπασε αιφνιδιαστικά. Όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στη αποβάθρα του σταθμού γύρισαν και κοίταξαν εμάς. Αυτό το παράξενο ζευγάρι συνομιλητών.
            Εκείνο το βράδυ γύρισα πολύ αργά στο σπίτι. Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσα από εκείνον. Για πολύ μεγάλο διάστημα η περιέργειά μου σίγησε. Μετά από όλα αυτά, δεν ήταν πια για μένα ένα μυστήριο που έπρεπε να λύσω, αλλά απλώς ένας γέρος και ίσως ένας ψυχικά διαταραγμένος άνθρωπος. Διέγραψα τα πάντα, σταμάτησα κιόλας να τον προσέχω, για πολύ καιρό. Για μήνες θα έλεγα.
            Είχε έρθει επιτέλους ο χειμώνας κι εγώ για άλλη μια μέρα βρισκόμουν στον σταθμό να περιμένω το τραίνο για τη δουλειά. Κάτι είχε αλλάξει στον σταθμό. Κάτι έλειπε. Όλοι το νοιώθαμε. Πλανιόταν στον αέρα αυτή η αίσθηση της απουσίας. Αλλά δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε τι ακριβώς ήταν αυτό. Δεν είχα τον χρόνο ή για να το πω πιο σωστά, δεν είχα την θέληση να προσπαθήσω να κατανοήσω τι ήταν αυτό που έλειπε και έτσι συνέχισα κανονικά τη ρουτίνα μου.
             Ένα μήνα μετά όλο αυτό είχε γίνει αβάσταχτο. Κάτι είχε αλλάξει, αλλά κανείς δεν ήξερε τι. Και έτσι ξαφνικά μου ήρθε στο μυαλό αυτός ο παράξενος γέρος.
Αυτός είναι πάντα εδώ, σκέφτηκα. Ίσως γνωρίζει τι έχει συμβεί. Προχώρησα προς το σημείο όπου τον έβρισκα πάντα. Δεν ήταν εκεί. Και τότε κατάλαβα. Αυτός ήταν η αλλαγή. Η απουσία του ήταν η μυστηριώδης αλλαγή που όλοι αισθανόμασταν αλλά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από πού προερχόταν. Κάθισα στο παγκάκι που συνήθιζε να κάθετε. Σιωπή. Τίποτα δεν συνέβη, ασφαλώς. Μια σκέψη μόνο μπόρεσε να περάσει από το μυαλό  μου: Άραγε πέρασε το τραίνο του; Έκανα να φύγω, όταν με την άκρη του ματιού μου πρόσεξα κάτι σαν βιβλίο. Ήταν ένα ημερολόγιο. Το ημερολόγιό του! Δεν έχασα στιγμή. Το άνοιξα αμέσως.

                                                                                                                  03/11/2013
«Η γυναίκα μου ¨έφυγε¨. Η αγαπημένη μου γυναίκα, ο φύλακας άγγελός μου, που με ακολουθούσε σε όλη μου τη ζωή. Το στήριγμα όλης της ύπαρξης μου. Πήγε στο σπίτι, όπου εγώ δεν μπορώ να πάω. Δεν ξέρω πώς να συνεχίσω, είμαι χαμένος… Ο ψυχολόγος μου είπε ό,τι έχω να πω να το καταγράφω σε ένα ημερολόγιο. Θα με βοηθήσει, λέει, να αντιμετωπίσω τις στιγμές μοναξιάς. Είπε επίσης ότι θα δημιουργήσει προσομοίωση μιας αληθινής συζήτησης. Μόνο που τα ημερολόγια ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΟΥΝ!!!! ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑΣ, Ε; ΗΛΙΘΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ!!!».

                                                                                                              

                                                                                                                    25/07/2014
Ο χειμώνας ήρθε και έφυγε ξανά. Εντάξει, κέρδισες. Αποφάσισα να γυρίσω πάλι σε σένα, αφού δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω. Αλλά δεν έχω τίποτα να γράψω, εκτός από το να σου πω, ημερολόγιο, πόσο μίζερη είναι η ζωή μου. Αλλά δεν θα το επιτρέψω αυτό, ημερολόγιο. Αποφάσισα ότι πρέπει να γυρίσω σπίτι. Εκεί που είναι η αγαπημένη μου γυναίκα. Με περιμένει ήδη. Σπίτι, εκεί που ο ήλιος λάμπει, εκεί που ο αέρας σκορπάει μια δροσερή πνοή. Εκεί θέλω να είμαι. Εκεί όπου μπορώ επιτέλους να αγκαλιάσω τη γυναίκα μου.

Όμως ο Κύριος δεν μ’ αφήνει. Λέει είναι πολύ νωρίς ακόμα για μένα, να πάρω τον χρόνο μου και να μην ανησυχώ. Θα γυρίσω, λέει, και εγώ σπίτι. Μα εγώ δεν μπορώ να περιμένω άλλο… ΚΥΡΙΕ, Μ’ΑΚΟΥΣ;
Θέλω να φύγω, μα δε μ’ αφήνει. Θα του δείξω εγώ! Δεν θα φύγω. Θα πάω στο σταθμό και θα περιμένω το τραίνο μου να έρθει.

                                                                                                 25/07/2015

Ένα χρόνο τώρα το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι και να περιμένω το τραίνο μου να έρθει. Ο Κύριος όμως ξέρει τι κάνω και δεν αφήνει το τραίνο μου να έρθει. Τι κι αν εγώ το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι; Ούτε τρώω, ούτε πίνω, κι όμως το τραίνο μου δεν έρχεται. Ένας νέος άνδρας ήρθε σε μένα σήμερα. Με ρώτησε τι κάνω. Ήταν ιδιαίτερα υπομονετικός και έτσι του είπα πως περιμένω το τραίνο για το σπίτι, ένα τραίνο το οποίο είναι πολύ νέος και δειλός για να πάρει ο ίδιος.

                                                                                                  26/07/2015
Το τραίνο ήρθε! Αντίο, ημερολόγιο. Αντίο, άσπλαχνε κόσμε.

Με αυτά τα λόγια το ημερολόγιο έκλεινε. Δεν ήξερα τι να πω, τι να σκεφτώ. Έβαλα το ημερολόγιο στον σάκο μου και ήμουν έτοιμος να σηκωθώ όταν το είδα. Ξανακάθισα στη θέση μου παραπατώντας. Κοίταξα γύρω μου να δω αν κάποιος άλλος έβλεπε αυτό που έβλεπα εγώ. Κανείς αν και πολλοί κοιτούσαν προς τη μεριά που βρισκόντουσαν οι ράγες. Το άθλιο, φθαρμένο, καφέ παλτό ριγμένο στις ράγες, τσαλαπατημένο από τα τραίνα που πέρασαν από πάνω του, ήταν εκεί. Αμέσως κατάλαβα τι εννοούσε: ο ηλικιωμένος άντρας πήγε επιτέλους σπίτι. Πήγε στον παράδεισο να συναντήσει τη γυναίκα του ξανά. Αδιαφορώντας για τις φωνές των ανθρώπων που με έβλεπαν να κατεβαίνω στις ράγες, έσκυψα και πήρα στα χέρια μου το παλτό. Και τότε όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Κατάλαβαν τι είχε συμβεί στον ηλικιωμένο άντρα και στον σταθμό τους. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παρευρισκομένων, το σώμα του ηλικιωμένου άνδρα σχηματίστηκε ξανά. Ένοιωσα το βάρος του άψυχου σώματος στα χέρια μου. Κοιτούσα με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά αυτό που αν δεν ζούσα ο ίδιος, δεν θα πίστευα ποτέ κανέναν ότι θα μπορούσε να συμβεί. Χωρίς να το σκεφτώ έτρεξα επιτόπου στο πιο κοντινό νεκροταφείο. Εκεί συνάντησα τον υπεύθυνο και τον ρώτησα αν γνώριζε κάποια Ελισάβετ Μακρή. Μου απάντησε αμέσως, χωρίς να σκεφτεί, πως ήταν θαμμένη εδώ δύο χρόνια τώρα. Τον ρώτησα πώς και την θυμόταν τόσο καλά.
«Είναι η ιστορία που υπάρχει πίσω από αυτήν και την κάνει αξέχαστη», μου απάντησε απαλά.
Το βλέμμα μου τον έκανε να καταλάβει ότι ήθελα να μάθω περισσότερα.
«Όταν εκείνη πέθανε, ο άντρας της ζήτησε ένα διπλό τάφο για εκείνη και τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όμως, κατασκευάζεται μόνο η μισή πλευρά. Ο ίδιος όμως ζήτησε να κατασκευαστεί επιτόπου όλος. Εσύ όμως γιατί με ρωτάς; Είσαι συγγενής;».
«Όχι, ήρθα για να φέρω το σώμα του», απάντησα με όσο ψυχραιμία μου είχε απομείνει.
Η σιωπή γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη τον χώρο. Και ύστερα από λίγο ο υπεύθυνος απευθύνθηκε ξανά σε εμένα γεμάτος αμηχανία: « Ε, ναι, μας είχε αναφέρει την πιθανότητα ότι ίσως κάποιος έφερνε απλά το σώμα του. Πού είναι;»

Το σώμα του ηλικιωμένου άντρα θάφτηκε εκεί και το ημερολόγιό του στον κήπο μου.  Πάνω του κάθε μέρα ανθίζει ένα λουλούδι, το οποίο ο ίδιος πηγαίνω κάθε φορά στον τάφο του. Η θύμησή του πρέπει να διατηρηθεί ζωντανή και ορκίζομαι να την διατηρήσω για όσο είμαι ζωντανός.

Ο σταθμός ξέχασε τον ηλικιωμένο άνδρα, και συνέχισε στους ρυθμούς του σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα.